-
1 ενεχυρον
τό залог, обеспечение(ἐ. τι ὑποτιθέναι и ἀποδεικνύναι Her. или τιθέναι Arph., Polyb., Plut.; ἐνέχυρα λαμβάνειν Xen.; ἐπ΄ ἐνεχύρῳ δοῦναι Dem.)
-
2 ἐνέχυρον
A pledge, security, ἐ. ἀποδεικνύναι and ὑποτιθέναι to offer a pledge, Hdt.2.136;ἐνέχυρα ἀποδιδόναι And.1.39
; λαμβάνειν ibid., X.An.7.6.23; ;ἐνέχυρον φέρειν τῶν γειτόνων Hermipp.29
;τὰ ἐ. τινων PHib.1.46
(iii B.C.), etc.; ἐ. τιθέναι τι make a thing a pledge, put it in pawn, Ar.Pl. 451, cf. Ec. 755;ἐ. κεῖται Pl.Lg. 820e
; ἐπ' ἐνεχύρῳ δοῦναι give on security, D.49.2;ἐπ' ἐνεχύροις δανείζειν Ph.1.634
; ἐκ τῶν ἐ. τῶν ὠφληκότων τὴν δίκην from the forfeited pledges, IG2.814a A26 (iv B.C.): metaph. in pl., hostages, of wives and children, Aen. Tact.5.1, cf. Ph.1.323 (sg.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνέχυρον
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Русский